- Μπερνάρ
- Βλ. λ. Βερνάρδος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Μπερνάρ, Σάρα — (Sarra Bernhardt, Παρίσι 1844 – 1923). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο της εβραϊκής καταγωγής Γαλλίδας ηθοποιού, συγγραφέως και θεατρικής δραματουργού Ανριέτ Ροζέν Μπερνάρ (Henriette Rosine Bernard). Κόρη Εβραίων, οι οποίοι έγιναν μετά καθολικοί, εκδήλωσε … Dictionary of Greek
Μπερνάρ, Κλοντ — (Claude Bernard, Σεν Ζιλιέν 1813 – Παρίσι 1878). Γάλλος φυσιολόγος. Πολλοί ιστορικοί της ιατρικής τον θεωρούν θεμελιωτή της σύγχρονης φυσιολογίας και φαρμακολογίας, για τις μελέτες του επί του κουραρίου και άλλων δηλητηρίων. Συνέβαλε ουσιαστικά… … Dictionary of Greek
Μπερνάρ, Πολ — (Paul Bernard, Μπεζανσόν 1866 – Παρίσι 1947). Γάλλος δημοσιογράφος και θεατρικός συγγραφέας, επονομαζόμενος Τριστάν (Tristan). Εγκατέλειψε τη διεύθυνση μηχανουργείου και το επάγγελμα του δικηγόρου και αφοσιώθηκε στα γράμματα και στο θέατρο. Κάτω… … Dictionary of Greek
Παλισύ, Μπερνάρ — (Palissy, 1510 – 1590). Γάλλος κεραμουργός. Αυτοδίδακτος, αφού εργάστηκε ως εφυαλωτής σε διάφορα μέρη, εγκαταστάθηκε το 1535 στη Σεντ της Σαράντ και μελέτησε νέους τρόπους και τόνους εφυάλωσης των κεραμικών, που έδωσαν λαμπρά αποτελέσματα. Τα… … Dictionary of Greek
Μπιφέ, Μπερνάρ — (Bernard Buffet, Παρίσι 1928 – 1999). Γάλλος ζωγράφος. Ύστερα από σύντομες σπουδές στη Σχολή Καλών Τεχνών, εξέθεσε στο Σαλόν του 1944 μια αυτοπροσωπογραφία, που κίνησε το ενδιαφέρον της κριτικής. Αργότερα έλαβε μέρος στις εκθέσεις του… … Dictionary of Greek
Ρενουβιέ, Σαρλ-Μπερνάρ — (Renouvier, Μονπελιέ 1815 – Πραντές, Ανατολικά Πυρηναία 1903). Γάλλος φιλόσοφος. Ιδρυτής και ο σημαντικότερος εκπρόσωπος του γαλλικού νεοκριτικισμού, από τα κυριότερα έργα του είναι τα Δοκίμια γενικής κριτικής (1854 1864), Η επιστήμη της ηθικής… … Dictionary of Greek
Φοντενέλ, Μπερνάρ λε Μποβιέ ντε- — (Fontenelle, Ρουάν 1657 – Παρίσι 1759). Γάλλος συγγραφέας. Είχε μεγάλη και πολύπλευρη μόρφωση και σε νεαρή ακόμα ηλικία δημοσίευσε ποιήματα και δράματα, χαρακτηριστικά του ταλέντου και της ευφυΐας του. Οι φιλοσοφικές του αντιλήψεις αντανακλούν… … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek
συνθετισμός — Ζωγραφική σχολή που πρωτοεμφανίστηκε στο Παρίσι το 1889 και πήρε το όνομά της από ένα άρθρο του τεχνοκρίτη Αλμπέρ Οριέ (Aurier), που δημοσιεύτηκε στο γαλλικό περιοδικό Mercure de France. Οι ζωγράφοι που ανήκανε στη σχολή αυτή είχαν ως εντευκτήριό … Dictionary of Greek
αφίσα — Έντυπο που τοιχοκολλείται ή τοποθετείται σε ειδικό χώρο, με προορισμό να μεταδώσει στον περαστικό, με τρόπο σύντομο αλλά και αποτελεσματικό, κάποιο μήνυμα ή να τον πληροφορήσει για κάποια εκδήλωση. Η α. είναι η σημαντικότερη και γνωστότερη από… … Dictionary of Greek